Ιστορικές αλήθειες για τους Τσάμηδες...
Δημοσιεύτηκε: 19:49 pm 03 03 2008
Ιστορικές αλήθειες για τους Τσάμηδες...
Σ το τεύχος της 5.5.2006 του Αντί, ο κ. Αυγουστίνος Ηλιόπουλος, με τεκμηριωμένα στοιχεία και ήπιο λόγο ανασκευάζει πλήρως τις θέσεις του γνωστού καθηγητή της Ιστορίας Γ. Μαργαρίτη που προβάλλει στις σελίδες του βιβλίου του Οι ανεπιθύμητοι συμπατριώτες, Τσάμηδες - Εβραίοι, σχετικά με την εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλoνίκης από τους Γερμανούς στην κατοχή. Δυστυχώς ο κ. καθηγητής την ίδια μεθοδολογία ακολουθεί και για τους Τσάμηδες της Θεσπρωτίας.
Έτσι ο κ. καθηγητής την αποχώρηση των Τσάμηδων από την Θεσπρωτία το 1944, δεν την αποδίδει στην στάση και συμπεριφορά που κράτησαν σ' όλη τη διάρκεια της κατοχής, όταν συνολικά και σαν κοινότητα ετάχθησαν και ταυτίστηκαν απολύτως με την φασιστική Ιταλία και ύστερα με τη ναζιστική Γερμανία, αλλά την αποδίδει σ' ένα -υποτιθέμενο- τυφλό μίσος του ντόπιου ελληνικού πληθυσμού προς αυτούς, που είχε σαν στόχο την αρπαγή των περιουσιών τους! Απονέμει δε εύρημα στο καθεστώς του Έμβερ Χότζα "που αρνήθηκε (;) να προχωρήσει σε αντίποινα εις βάρος της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας" και έτσι έδωσε ένα μάθημα "πολιτισμού" στην Ελλάδα...
Γιατί όμως ο Έμβερ Χότζα να πάρει μέτρα κατά της ελληνικής μειονότητας; Κατά τη διάρκεια της κατοχής, η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων προσχώρησε στις αντάρτικες ομάδες του Χότζα και πολέμησε σκληρά τις κατοχικές δυνάμεις (βλ. το βιβλίο του Μενέλαου Δαλιάνη, Η Εθνική αντίσταση της ελληνικής μειονότητας 1940-1944, εκδόσεις Ιωλκός). Την ίδια περίοδο ποια ήταν η στάση και η συμπεριφορά των Τσάμηδων στην Θεσπρωτία. Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του ΕΛΑΣίτη και Φιλιαταίου Π. Παπασταύρου Στο Στόμα του Λύκου (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή):
«Γύρω στις δεκαπέντε χιλιάδες αριθμούσε εκείνη η μειονότητα των λεγόμενων Τσάμηδων. Από τις πρώτες ημέρες του πολέμου είχαν ταχθεί στο πλευρό των Ιταλών. Το ίδιο έκαναν και με τους Γερμανούς αργότερα. Ντυμένοι με τις στολές των κατακτητών, λήστευαν, βασάνιζαν, ατίμαζαν, τρομοκρατούσαν την ύπαιθρο. Ο φόβος και ο τρόμος σκέπαζε όλη την Θεσπρωτία. Οι πράξεις βίας και τρομοκρατίας σε καθημερινή βάση... Όχι λίγες φορές δε δίσταζαν, έτσι για πλάκα, να βάζουν στο σημάδι από απόσταση τσοπαναραίους και στρατοκόπους...»
Είναι σαφές ότι τα πραγματικά περιστατικά, των δύο μειονοτήτων -Τσάμηδων στην Ελλάδα και Ελλήνων στην Αλβανία- δεν είναι όμοια για να μπουν στη ζυγαριά της σύγκρισης.
Επειδή κατάγομαι από το Νομό Θεσπρωτίας θα ήθελα να εκθέσω ορισμένες απόψεις για το ζήτημα των Τσάμηδων.
Προ του 1913 οι Τσάμηδες ήταν οι επικυρίαρχοι της περιοχής της Θεσπρωτίας, εκπροσωπούσαν την σουλτανική εξουσία και θεωρούσαν τους εαυτούς τους αγάδες, αφεντικά, και τους Έλληνες ραγιάδες. Η νοοτροπία αυτή, υπεροχής και υπεροψίας, τους χαρακτήριζε στις σχέσεις τους με τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό. Γι' αυτό κατείχαν τα πιο εύφορα μέρη της Θεσπρωτίας, ενώ οι Έλληνες είχαν εκτοπισθεί στα βουνά. Η απελευθέρωση της Ηπείρου το 1913 ήταν ένα ισχυρό σοκ για τους Τσάμηδες, οι οποίοι, ψυχολογικά, ουδέποτε απεδέχθησαν την ισότητα πλέον με τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό. Η Ελλάδα δεν πήρε ποτέ ιδιαιτέρως δυσμενή μέτρα εις βάρος τους και όσο και αν φαίνεται απίστευτο, η νομική μεταχείριση τους ορισμένες φορές ήταν και ευνοϊκή (βλ. τη μελέτη του δικηγόρου Γιάννη Κτιστάκη, δημοσιευμένη στο νομικό περιοδικό Δίκη που εκδίδει ο καθηγητής κ. Κ. Μπέης, «Περιουσίες Τσάμηδων και Αλβανών στην Ελλάδα» Δ, 2006, 171). Ο μακαρίτης ο πατέρας μου ενεθυμείτο ότι το 1918 ήρθαν οι Μπέηδες των Τσάμηδων στην Μουργκάνα, συνοδευόμενοι από έλληνες χωροφύλακες για να εισπράξουν τα φύλακτρα, γιατί ισχυρίζοντο ότι τα χωριά της Μουργκάνας ήταν τσιφλίκια τους, γιατί τα είχαν υπό την προστασία τους και επομένως θα έπρεπε να τους καταβάλλουν τα ανάλογα φύλακτρα, όπως σημειώνει εξάλλου και ο κ. Κτιστάκης στην μελέτη του.
Η καταβολή των φυλάκτρων το 1918 προδήλως έγινε διότι γενικός Διοικητής Ηπείρου ήταν ο μετέπειτα ύπατος αρμοστής της Ελλάδος στη Σμύρνη Αριστείδης Στεργιάδης, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που οι πρόσφυγες της Μ. Ασίας τού προσάπτουν πλείστα όσα. Σημειώνει ο πατέρας μου, ιερεύς, Νικόλαος Βένετης (1908-1993) στις «σκόρπιες αναμνήσεις» του. «Το 1917 ήρθαν οι αγάδες στο χωριό για να εισπράξουν το γεώμορο, αναδρομικό από το 1913. «Θυμάμαι ακόμα τη στιχομυθία των αγάδων με τον πατέρα μου Μωρέ Χρήστο δώσε το φόρο για να ζήσουν ειρηνικά τα παιδιά μας".
Ο πατέρας μου (Χρήστος Βενέτης, πλανόδιος μπαλωματής) τους έδωσε 11 ναπολεόνια, σημαντικό ποσό για την εποχή εκείνη. Οι αγάδες εσυνοδεύοντο από χωροφύλακες κατόπιν εντολής του Α. Στεργιάδη που ήταν Γενικός Διοικητής Ηπείρου (Εφημερίς Καλαμάς 1.3.1994, εκδότης Βαγγέλης Μυγδάλης)», Η τελευταία φορά που βρέθηκαν στο χωριό μου -Λειά, Φιλιατών- οι Τσάμηδες» ήταν και η πιο οδυνηρή. Ήταν η 20.4.1944, εσυνόδευαν το Γερμανικό Τάγμα που επέδραμε στην Μουργκάνα για να την εκκαθαρίσει από τις αντάρτικες ομάδες. Ενόψει της επιδρομής των Γερμανών και Τσάμηδων, οι χωριανοί εγκατέλειψαν το χωριό.
Οι Τσάμηδες κάψανε τα περισσότερα σπίτια του χωριού, το λιθόκτιστο Δημοτικό σχολείο και την εκκλησία της «Παναγίας», κτίσμα του 17ου αιώνα. Η μοναδική γυναίκα -γριά- που παρέμενε, η τυφλή Αναστασία Χαϊδή, όταν διεπίστωσε ότι καίγεται το σπίτι της, έβαλε τις φωνές, οι Τσάμηδες την πέταξαν στο φλεγόμενο σπίτι και κάηκε ζωντανή... Τα χωριά της Μουργκάνας, όλα ελληνοχώρια, ουδέποτε εδέχθησαν τον ισχυρισμό των Τσάμηδων ότι ήταν τσιφλίκια τους. Η διαμάχη αυτή κράτησε περίπου 80 χρόνια και τελικά το 1930 δικαιώθηκαν τα χωριά της Μουργκάνας από την Κοινωνία των Εθνών, όπου είχαν προσφύγει οι Τσάμηδες.
Η Κοινωνία των Εθνών, ο προπολεμικός δηλαδή Ο.Η.Ε., εδέχθη ότι οι αγάδες των Τσάμηδων εστερούντο νομίμου τίτλου ιδιοκτησίας επί τον 16 χωριών της Μουργκάνας. Παρά ταύτα η ελληνική κυβέρνηση, της οποίας, πρωθυπουργός ήταν ο Ε. Βενιζέλος, αποζημίωσε, νομίζω, τοις αγάδες με 5.000 χρυσές λίρες. Έχω στο αρχείο μου σχετικό άρθρο tcu γνωστού τότε δικηγόρου Ιωαννίνων Γ. Νιαβή, ο οποίος στην κατοχή υπήρξε υψηλόβαθμο στέλεχος του ΕΑΜ, με τον τίτλο « Τα 16 χωριά», δημοσιευμένο στην εφημερίδα των Ιωαννίνων Ελευθερία της 287.1927, που κλείνει ενόψει εκδικάσεως της υποθέσεως, ως εξής; -Θα κριθεί ήδη αν η βία δύναται να κατισχύσει του Δικαίου».
Στο αρχείο μου επίσης έχω μια εξαιρετική μελέτη του γνωστού λογίου Χρ. Χρηστοβασίλη με τον τίτλο «Ιστορικό της αρπαγής των δεκαέξι χωριών της επαρχίας Φιλιατών», έκδοση 1914. Είχαν λοιπόν -οι Τσάμηδες- μια αντίληψη αγάδων και πίστευαν ότι με την ισοτιμία που τους επέβαλε το ελληνικό κράτος τους αδίκησε εμφανώς. Γι’ αυτό εστράφησαν προς τους Αλβανούς και τους Ιταλούς, οι οποίοι υπέθαλπαν τις προσδοκίες τους για προσάρτηση της Θεσπρωτίας στην Αλβανία, και έτσι πίστευαν ότι θα επιστρέψουν οι παλιές καλές μέρες και θα καταστούν πάλι αγάδες και αφέντες των ραγιάδων. Και ετάχθησαν συνολικά, σαν κοινότητα, με τους Ιταλούς και Γερμανούς και μάλιστα η συμπαράταξη μαζί τους ήταν και ένοπλη, σχηματίστηκαν δηλαδή στρατιωτικές μονάδες από τους Τσάμηδες οι οποίοι πολεμούσαν με τις κατοχικές δυνάμεις και καταπίεζαν πλέον καταφανώς τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό.
Η καταπίεση έλαβε εξαιρετικά άγρια μορφή, με εμπρησμούς χωριών, κλοπή κοπαδιών, ληστείες και εκτελέσεις ελλήνων χωρικών -π.χ. εκτέλεσαν την Ελένη Λώλου, από το χωριό Πηγαδούλια Φιλιατών, για να της πάρουν το άλογο και κάρφωσαν το κεφάκι της σε γκορτσιά! Εξετέλεσαν ακόμα και τον μετριοπαθή συμπατριώτη τους, πρόεδρο της μουσουλμανικής κοινότητας Σολοπιάς, ο οποίος τους είχε συμβουλεύσει να μην διαρρήξουν τη σχέση τους με τους ντόπιους Έλληνες.
Ανεκήρυξαν αυτόνομη την Θεσπρωτία κατέλυσαν τις αρχές και ε-δήωναν, λεηλατούσαν και εξόντωναν τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό.
Με την αποχώρηση των Γερμανών και την κάθοδο των ελληνικών αντάρτικων ομάδων στην περιοχή τους, εγνώριζαν ότι είχε έρθει η ώρα της ανταπόδοσης για όσα είχαν διαπράξει στην κατεχόμενη Θεσπρωτία επί τετραετία περίπου. Έτσι, φρονίμως ποιούντες, κατέφυγαν στη γειτονική Αλβανία, Βεβαίως έγιναν και από τις ελληνικές αντάρτικες ομάδες έκτροπα και αντεκδικήσεις.
Και θα κλείσω το κείμενο μου πάλι με ένα μικρό απόσπασμα του Π. Παπασταύρου, από το βιβλίο Στο στόμα του λύκου. Δεν τον γνωρίζω προσωπικά. Αλλά έζησε τα γεγονότα, υπήρξε ΕΛΑΣίτης και καταθέτει την μαρτυρία του χωρίς υπερβολές και εξάρσεις και η αξιοπιστία του είναι εμφανής. Και, επίσης, με μια γενικότερη παρατήρηση.
«Δύο περίπου μήνες αργότερα έφυγαν οι Γερμανοί με κατεύθυνση την Αλβανία. Μαζί τους έφυγαν και όλοι οι Τσάμηδες. Οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ, κατόπιν συμφωνίας, καταλάμβαναν όλη την περιοχή της κάτω Θεσπρωτίας, τη λεγόμενη Τσαμουριά. Οι φήμες για αντεκδικήσεις οργίαζαν. Έτρεμαν οι Τσάμηδες για τις συνέπειες των εγκλημάτων που είχαν διαπράξει. Το ΕΑΜ τους είχε δώσει μια ευκαιρία. Την απεμπόλησαν. Έγιναν ηθελημένα εχθρικό και ξένο σώμα για τον τόπο. Οραματίζονταν την Μεγάλη Αλβανία που τους έταξε ο κατακτητής. Πολέμησαν με λύσσα και άνανδρα το φιλειρηνικό και φίλο σ' αυτούς λαό της Θεσπρωτίας. Με τη φυγή τους, εκτός από τον φόβο που τους διακατείχε για τη συνεργασία με τον κατακτητή, ίσως να αποζήτησαν και τη λύτρωση για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει.
Κάποιοι μεταγενέστεροι ισχυρισμοί ότι τάχα δεν έφταιγαν όλοι, ότι λίγοι ήταν εκείνοι που διέπραξαν βιαιότητες και εγκλήματα, δεν ευσταθούν. Ήταν γνωστή η πολιτική των ηγετών τους. Ποτέ δεν δικάστηκε κάποιος για τα εγκλήματα που διέπραξε. Ποτέ δε συνελήφθη να περάσει από δίκη. Κανένας δεν κατηγορήθηκε. Δεν καταδικάστηκαν δημόσια αυτές οι εγκληματικές πράξεις. Αν ήθελαν την ειρηνική συμβίωση με το Θεσπρωτικό Λαό θα την είχαν. Μπορούσαν να κρατήσουν μια στάση φιλική, ειρηνική, Είχαν τη δύναμη. Εκείνο που τους έλειπε ήταν η θέληση».
Είναι λοιπόν προφανές ότι το ζήτημα των Τσάμηδων δεν είναι διμερές πρόβλημα μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας. Είναι πανευρωπαϊκό. Αφορά τις συνέπειες του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Λύση που, σύμφωνα με τις επιθυμίες των Τσάμηδων, σημαίνει επιστροφή των Σουδητών στην Τσεχία, των Γερμανών στο Ντάντσιχ, Πομερανία, Σιλεσία, Ανατολική Πρωσία, αναδιάταξη των συνόρων της Ευρώπης κ.λπ.
Του ΑΝΤΩΝΗ Ν. ΒΕΝΕΤΗ
Σ το τεύχος της 5.5.2006 του Αντί, ο κ. Αυγουστίνος Ηλιόπουλος, με τεκμηριωμένα στοιχεία και ήπιο λόγο ανασκευάζει πλήρως τις θέσεις του γνωστού καθηγητή της Ιστορίας Γ. Μαργαρίτη που προβάλλει στις σελίδες του βιβλίου του Οι ανεπιθύμητοι συμπατριώτες, Τσάμηδες - Εβραίοι, σχετικά με την εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλoνίκης από τους Γερμανούς στην κατοχή. Δυστυχώς ο κ. καθηγητής την ίδια μεθοδολογία ακολουθεί και για τους Τσάμηδες της Θεσπρωτίας.
Έτσι ο κ. καθηγητής την αποχώρηση των Τσάμηδων από την Θεσπρωτία το 1944, δεν την αποδίδει στην στάση και συμπεριφορά που κράτησαν σ' όλη τη διάρκεια της κατοχής, όταν συνολικά και σαν κοινότητα ετάχθησαν και ταυτίστηκαν απολύτως με την φασιστική Ιταλία και ύστερα με τη ναζιστική Γερμανία, αλλά την αποδίδει σ' ένα -υποτιθέμενο- τυφλό μίσος του ντόπιου ελληνικού πληθυσμού προς αυτούς, που είχε σαν στόχο την αρπαγή των περιουσιών τους! Απονέμει δε εύρημα στο καθεστώς του Έμβερ Χότζα "που αρνήθηκε (;) να προχωρήσει σε αντίποινα εις βάρος της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας" και έτσι έδωσε ένα μάθημα "πολιτισμού" στην Ελλάδα...
Γιατί όμως ο Έμβερ Χότζα να πάρει μέτρα κατά της ελληνικής μειονότητας; Κατά τη διάρκεια της κατοχής, η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων προσχώρησε στις αντάρτικες ομάδες του Χότζα και πολέμησε σκληρά τις κατοχικές δυνάμεις (βλ. το βιβλίο του Μενέλαου Δαλιάνη, Η Εθνική αντίσταση της ελληνικής μειονότητας 1940-1944, εκδόσεις Ιωλκός). Την ίδια περίοδο ποια ήταν η στάση και η συμπεριφορά των Τσάμηδων στην Θεσπρωτία. Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του ΕΛΑΣίτη και Φιλιαταίου Π. Παπασταύρου Στο Στόμα του Λύκου (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή):
«Γύρω στις δεκαπέντε χιλιάδες αριθμούσε εκείνη η μειονότητα των λεγόμενων Τσάμηδων. Από τις πρώτες ημέρες του πολέμου είχαν ταχθεί στο πλευρό των Ιταλών. Το ίδιο έκαναν και με τους Γερμανούς αργότερα. Ντυμένοι με τις στολές των κατακτητών, λήστευαν, βασάνιζαν, ατίμαζαν, τρομοκρατούσαν την ύπαιθρο. Ο φόβος και ο τρόμος σκέπαζε όλη την Θεσπρωτία. Οι πράξεις βίας και τρομοκρατίας σε καθημερινή βάση... Όχι λίγες φορές δε δίσταζαν, έτσι για πλάκα, να βάζουν στο σημάδι από απόσταση τσοπαναραίους και στρατοκόπους...»
Είναι σαφές ότι τα πραγματικά περιστατικά, των δύο μειονοτήτων -Τσάμηδων στην Ελλάδα και Ελλήνων στην Αλβανία- δεν είναι όμοια για να μπουν στη ζυγαριά της σύγκρισης.
Επειδή κατάγομαι από το Νομό Θεσπρωτίας θα ήθελα να εκθέσω ορισμένες απόψεις για το ζήτημα των Τσάμηδων.
Προ του 1913 οι Τσάμηδες ήταν οι επικυρίαρχοι της περιοχής της Θεσπρωτίας, εκπροσωπούσαν την σουλτανική εξουσία και θεωρούσαν τους εαυτούς τους αγάδες, αφεντικά, και τους Έλληνες ραγιάδες. Η νοοτροπία αυτή, υπεροχής και υπεροψίας, τους χαρακτήριζε στις σχέσεις τους με τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό. Γι' αυτό κατείχαν τα πιο εύφορα μέρη της Θεσπρωτίας, ενώ οι Έλληνες είχαν εκτοπισθεί στα βουνά. Η απελευθέρωση της Ηπείρου το 1913 ήταν ένα ισχυρό σοκ για τους Τσάμηδες, οι οποίοι, ψυχολογικά, ουδέποτε απεδέχθησαν την ισότητα πλέον με τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό. Η Ελλάδα δεν πήρε ποτέ ιδιαιτέρως δυσμενή μέτρα εις βάρος τους και όσο και αν φαίνεται απίστευτο, η νομική μεταχείριση τους ορισμένες φορές ήταν και ευνοϊκή (βλ. τη μελέτη του δικηγόρου Γιάννη Κτιστάκη, δημοσιευμένη στο νομικό περιοδικό Δίκη που εκδίδει ο καθηγητής κ. Κ. Μπέης, «Περιουσίες Τσάμηδων και Αλβανών στην Ελλάδα» Δ, 2006, 171). Ο μακαρίτης ο πατέρας μου ενεθυμείτο ότι το 1918 ήρθαν οι Μπέηδες των Τσάμηδων στην Μουργκάνα, συνοδευόμενοι από έλληνες χωροφύλακες για να εισπράξουν τα φύλακτρα, γιατί ισχυρίζοντο ότι τα χωριά της Μουργκάνας ήταν τσιφλίκια τους, γιατί τα είχαν υπό την προστασία τους και επομένως θα έπρεπε να τους καταβάλλουν τα ανάλογα φύλακτρα, όπως σημειώνει εξάλλου και ο κ. Κτιστάκης στην μελέτη του.
Η καταβολή των φυλάκτρων το 1918 προδήλως έγινε διότι γενικός Διοικητής Ηπείρου ήταν ο μετέπειτα ύπατος αρμοστής της Ελλάδος στη Σμύρνη Αριστείδης Στεργιάδης, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που οι πρόσφυγες της Μ. Ασίας τού προσάπτουν πλείστα όσα. Σημειώνει ο πατέρας μου, ιερεύς, Νικόλαος Βένετης (1908-1993) στις «σκόρπιες αναμνήσεις» του. «Το 1917 ήρθαν οι αγάδες στο χωριό για να εισπράξουν το γεώμορο, αναδρομικό από το 1913. «Θυμάμαι ακόμα τη στιχομυθία των αγάδων με τον πατέρα μου Μωρέ Χρήστο δώσε το φόρο για να ζήσουν ειρηνικά τα παιδιά μας".
Ο πατέρας μου (Χρήστος Βενέτης, πλανόδιος μπαλωματής) τους έδωσε 11 ναπολεόνια, σημαντικό ποσό για την εποχή εκείνη. Οι αγάδες εσυνοδεύοντο από χωροφύλακες κατόπιν εντολής του Α. Στεργιάδη που ήταν Γενικός Διοικητής Ηπείρου (Εφημερίς Καλαμάς 1.3.1994, εκδότης Βαγγέλης Μυγδάλης)», Η τελευταία φορά που βρέθηκαν στο χωριό μου -Λειά, Φιλιατών- οι Τσάμηδες» ήταν και η πιο οδυνηρή. Ήταν η 20.4.1944, εσυνόδευαν το Γερμανικό Τάγμα που επέδραμε στην Μουργκάνα για να την εκκαθαρίσει από τις αντάρτικες ομάδες. Ενόψει της επιδρομής των Γερμανών και Τσάμηδων, οι χωριανοί εγκατέλειψαν το χωριό.
Οι Τσάμηδες κάψανε τα περισσότερα σπίτια του χωριού, το λιθόκτιστο Δημοτικό σχολείο και την εκκλησία της «Παναγίας», κτίσμα του 17ου αιώνα. Η μοναδική γυναίκα -γριά- που παρέμενε, η τυφλή Αναστασία Χαϊδή, όταν διεπίστωσε ότι καίγεται το σπίτι της, έβαλε τις φωνές, οι Τσάμηδες την πέταξαν στο φλεγόμενο σπίτι και κάηκε ζωντανή... Τα χωριά της Μουργκάνας, όλα ελληνοχώρια, ουδέποτε εδέχθησαν τον ισχυρισμό των Τσάμηδων ότι ήταν τσιφλίκια τους. Η διαμάχη αυτή κράτησε περίπου 80 χρόνια και τελικά το 1930 δικαιώθηκαν τα χωριά της Μουργκάνας από την Κοινωνία των Εθνών, όπου είχαν προσφύγει οι Τσάμηδες.
Η Κοινωνία των Εθνών, ο προπολεμικός δηλαδή Ο.Η.Ε., εδέχθη ότι οι αγάδες των Τσάμηδων εστερούντο νομίμου τίτλου ιδιοκτησίας επί τον 16 χωριών της Μουργκάνας. Παρά ταύτα η ελληνική κυβέρνηση, της οποίας, πρωθυπουργός ήταν ο Ε. Βενιζέλος, αποζημίωσε, νομίζω, τοις αγάδες με 5.000 χρυσές λίρες. Έχω στο αρχείο μου σχετικό άρθρο tcu γνωστού τότε δικηγόρου Ιωαννίνων Γ. Νιαβή, ο οποίος στην κατοχή υπήρξε υψηλόβαθμο στέλεχος του ΕΑΜ, με τον τίτλο « Τα 16 χωριά», δημοσιευμένο στην εφημερίδα των Ιωαννίνων Ελευθερία της 287.1927, που κλείνει ενόψει εκδικάσεως της υποθέσεως, ως εξής; -Θα κριθεί ήδη αν η βία δύναται να κατισχύσει του Δικαίου».
Στο αρχείο μου επίσης έχω μια εξαιρετική μελέτη του γνωστού λογίου Χρ. Χρηστοβασίλη με τον τίτλο «Ιστορικό της αρπαγής των δεκαέξι χωριών της επαρχίας Φιλιατών», έκδοση 1914. Είχαν λοιπόν -οι Τσάμηδες- μια αντίληψη αγάδων και πίστευαν ότι με την ισοτιμία που τους επέβαλε το ελληνικό κράτος τους αδίκησε εμφανώς. Γι’ αυτό εστράφησαν προς τους Αλβανούς και τους Ιταλούς, οι οποίοι υπέθαλπαν τις προσδοκίες τους για προσάρτηση της Θεσπρωτίας στην Αλβανία, και έτσι πίστευαν ότι θα επιστρέψουν οι παλιές καλές μέρες και θα καταστούν πάλι αγάδες και αφέντες των ραγιάδων. Και ετάχθησαν συνολικά, σαν κοινότητα, με τους Ιταλούς και Γερμανούς και μάλιστα η συμπαράταξη μαζί τους ήταν και ένοπλη, σχηματίστηκαν δηλαδή στρατιωτικές μονάδες από τους Τσάμηδες οι οποίοι πολεμούσαν με τις κατοχικές δυνάμεις και καταπίεζαν πλέον καταφανώς τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό.
Η καταπίεση έλαβε εξαιρετικά άγρια μορφή, με εμπρησμούς χωριών, κλοπή κοπαδιών, ληστείες και εκτελέσεις ελλήνων χωρικών -π.χ. εκτέλεσαν την Ελένη Λώλου, από το χωριό Πηγαδούλια Φιλιατών, για να της πάρουν το άλογο και κάρφωσαν το κεφάκι της σε γκορτσιά! Εξετέλεσαν ακόμα και τον μετριοπαθή συμπατριώτη τους, πρόεδρο της μουσουλμανικής κοινότητας Σολοπιάς, ο οποίος τους είχε συμβουλεύσει να μην διαρρήξουν τη σχέση τους με τους ντόπιους Έλληνες.
Ανεκήρυξαν αυτόνομη την Θεσπρωτία κατέλυσαν τις αρχές και ε-δήωναν, λεηλατούσαν και εξόντωναν τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό.
Με την αποχώρηση των Γερμανών και την κάθοδο των ελληνικών αντάρτικων ομάδων στην περιοχή τους, εγνώριζαν ότι είχε έρθει η ώρα της ανταπόδοσης για όσα είχαν διαπράξει στην κατεχόμενη Θεσπρωτία επί τετραετία περίπου. Έτσι, φρονίμως ποιούντες, κατέφυγαν στη γειτονική Αλβανία, Βεβαίως έγιναν και από τις ελληνικές αντάρτικες ομάδες έκτροπα και αντεκδικήσεις.
Και θα κλείσω το κείμενο μου πάλι με ένα μικρό απόσπασμα του Π. Παπασταύρου, από το βιβλίο Στο στόμα του λύκου. Δεν τον γνωρίζω προσωπικά. Αλλά έζησε τα γεγονότα, υπήρξε ΕΛΑΣίτης και καταθέτει την μαρτυρία του χωρίς υπερβολές και εξάρσεις και η αξιοπιστία του είναι εμφανής. Και, επίσης, με μια γενικότερη παρατήρηση.
«Δύο περίπου μήνες αργότερα έφυγαν οι Γερμανοί με κατεύθυνση την Αλβανία. Μαζί τους έφυγαν και όλοι οι Τσάμηδες. Οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ, κατόπιν συμφωνίας, καταλάμβαναν όλη την περιοχή της κάτω Θεσπρωτίας, τη λεγόμενη Τσαμουριά. Οι φήμες για αντεκδικήσεις οργίαζαν. Έτρεμαν οι Τσάμηδες για τις συνέπειες των εγκλημάτων που είχαν διαπράξει. Το ΕΑΜ τους είχε δώσει μια ευκαιρία. Την απεμπόλησαν. Έγιναν ηθελημένα εχθρικό και ξένο σώμα για τον τόπο. Οραματίζονταν την Μεγάλη Αλβανία που τους έταξε ο κατακτητής. Πολέμησαν με λύσσα και άνανδρα το φιλειρηνικό και φίλο σ' αυτούς λαό της Θεσπρωτίας. Με τη φυγή τους, εκτός από τον φόβο που τους διακατείχε για τη συνεργασία με τον κατακτητή, ίσως να αποζήτησαν και τη λύτρωση για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει.
Κάποιοι μεταγενέστεροι ισχυρισμοί ότι τάχα δεν έφταιγαν όλοι, ότι λίγοι ήταν εκείνοι που διέπραξαν βιαιότητες και εγκλήματα, δεν ευσταθούν. Ήταν γνωστή η πολιτική των ηγετών τους. Ποτέ δεν δικάστηκε κάποιος για τα εγκλήματα που διέπραξε. Ποτέ δε συνελήφθη να περάσει από δίκη. Κανένας δεν κατηγορήθηκε. Δεν καταδικάστηκαν δημόσια αυτές οι εγκληματικές πράξεις. Αν ήθελαν την ειρηνική συμβίωση με το Θεσπρωτικό Λαό θα την είχαν. Μπορούσαν να κρατήσουν μια στάση φιλική, ειρηνική, Είχαν τη δύναμη. Εκείνο που τους έλειπε ήταν η θέληση».
Είναι λοιπόν προφανές ότι το ζήτημα των Τσάμηδων δεν είναι διμερές πρόβλημα μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας. Είναι πανευρωπαϊκό. Αφορά τις συνέπειες του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Λύση που, σύμφωνα με τις επιθυμίες των Τσάμηδων, σημαίνει επιστροφή των Σουδητών στην Τσεχία, των Γερμανών στο Ντάντσιχ, Πομερανία, Σιλεσία, Ανατολική Πρωσία, αναδιάταξη των συνόρων της Ευρώπης κ.λπ.
Του ΑΝΤΩΝΗ Ν. ΒΕΝΕΤΗ