Σελίδα 1 από 1

Σημεία θλίψης

ΔημοσίευσηΔημοσιεύτηκε: 22:17 pm 29 12 2009
από xylino spathi
Η «επιστροφή», μοτίβο βορειοηπειρωτικής ποίησης
Λαϊκοί μύθοι και δημοτικά τραγούδια αποτελούν τα πρώτα υλικά τα οποία μεταπλάθει σε ενεργό ποιητικό βίωμα ο Νίκος Κατσαλίδας

Του Νικου Bλαχακη

Νίκος Κατσαλίδας, «Σημεία θλίψης». Εκδόσεις «Φοίνικας», 2009.

ΠΟΙΗΣΗ. Υπάρχει τελικά ποιητικό ρεύμα του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού διακριτό και αναγνωρίσιμο πλέον ως προς τη σύγχρονη νεοελληνική ποιητική δημιουργία. Η έκδοση του νέου βιβλίου του Νίκου Κατσαλίδα «Σημεία θλίψης» έρχεται να επιβεβαιώσει πως έχουμε να κάνουμε με μια νέα ποιητική πραγματικότητα που σαν ψηφιδωτό αρχίζει να εγκαθίσταται στο σώμα της νεοελληνικής ποίησης και διαφοροποιείται αισθητικά, πραγματολογικά και εκφραστικά από το «αστικό τοπίο» της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής.

Ο Νίκος Κατσαλίδας στα τέλη της δεκαετίας του ’90 αποτελούσε μια μοναδική, αξιόπιστη και ποιητικά αναγνωρίσιμη λογοτεχνική φωνή του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού στον καθημαγμένο μετα-κομμουνιστικό πολιτιστικό χώρο της νότιας Αλβανίας, όπου ζούσε κι εργαζόταν ως καθηγητής. Η ενασχόλησή του με την αναζήτηση του στίχου, όταν οι υπόλοιποι εκπρόσωποι της ελληνικής μειoνότητας ασχολούνταν με τις πολιτικές της έριδες, τον έκανε να φαίνεται σχεδόν «αλαφροΐσκιωτος».

«Απόκληρο έθνος»

Σήμερα αποτελεί τον κυριότερο εκφραστή ενός νέου ρεύματος, το οποίο με σειρά εκπροσώπους του πλέον στον ελλαδικό χώρο, διεκδικεί την καθιέρωσή του και την ενσωμάτωσή του στο νεοελληνικό πολιτιστικό γίγνεσθαι.

Μόνο όποιος γνώρισε την ελληνική μειονότητα και τους εκπροσώπους της εκείνη την περίοδο μπορεί να αντιληφθεί αυτό που ένας διανοούμενός της, ο Σ. Ντάγιος, χαρακτήρισε «απόκληρο έθνος». Για αυθεντικές προσπάθειες λογοτεχνίας στον βορειοηπειρωτικό χώρο, όπως έχει γράψει ο ίδιος ο Κατσαλίδας, γίνεται λόγος στις αρχές του εικοστού αιώνα. Η Κατίνα Παπά από τους Γιαννιτσάτες με το βιβλίο της «Στη Συκαμιά αποκάτω» που βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1935, είναι η πρώτη αναγνωρισμένη στον ελληνόφωνο χώρο κι εκτός Β. Ηπείρου, εκπρόσωπος αυτής της προσπάθειας. Στην πρώτη μεταπολεμική γενιά διακρίνονται φωνές όπως αυτές του Τσούκα, του Νίκου Ζάχου, του Παύλου Σιούτη κ.ά. ενώ στη δεύτερη γενιά συναντάμε την αναζήτηση του λυρισμού και της μεταφοράς, απαλλαγμένου από τα σχήματα του σοσιαλρεαλισμού με εκπροσώπους σαν τον Λέκκα, τον Βασίλη Κώτσια, τον Φώτο Κυριαζάτη, τον Ανδρέα Ζαρμπαλά κ.ά.

Η αρχή μια τρίτης γενιάς

Ο Κατσαλίδας γεννήθηκε στην Ανω Λεσινίτσα των Αγίων Σαράντα. Σπούδασε Φιλολογία στα Τίρανα και εργάστηκε ως καθηγητής και ως λογοτεχνικός συντάκτης στον Τύπο της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, δοκιμιογράφος και μεταφραστής της ελληνικής ποίησης στα αλβανικά. Υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος της οργάνωσης «Ομόνοια», ενώ το 2001-02 χρημάτισε υπουργός Επικρατείας για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Αλβανία και υπηρέτησε έως πρόσφατα ως μορφωτικός σύμβουλος στην αλβανική πρεσβεία στην Αθήνα. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και βουλγαρικά. Μαζί με τον Τηλέμαχο Κώτσια στην πεζογραφία, αποτελούν ίσως τους προπομπούς μιας τρίτης γενιάς -ή αυτοί που θα κλείσουν την χορεία της δεύτερης άραγε, θα δείξει- της βορειοηπειρωτικής λογοτεχνίας που αναγνωρίζεται πέραν των στενών ορίων μιας εθνοτοπικής λογιοσύνης.

Το ποιητικό ιδίωμα του Κατσαλίδα είναι στέρεα τοποθετημένο στον χώρο, καθίσταται όμως αχρονικό, κινούμενο στα όρια μιας ποιητικής νεωτερικότητας και μιας γλωσσικής λαϊκότροπης παράδοσης. Αποτελεί έτσι αυτή η διάρρηξη του χωροχρόνου μέσα στην ποίησή του την πλατφόρμα με την οποία προσέρχεται σε μια νέα διαλεκτική σχέση με την ιστορία του τόπου του, τη μνήμη της πέτρας, την κατασκευή ενός οργιαστικού σχεδόν, φυσιοκρατικού σύμπαντος, που είναι γι’ αυτόν η γενέτειρά του. «Ακόνιζαν μαχαίρια κεραυνών στις ράχες της νεφέλης. Αν σφάζανε τον ουρανό τι θα ’μενε στον τρούλο των αγγέλων;» έγραφε παλαιότερα («Η σέλα της Σελήνης»).

Υλικό από την παράδοση

Οι λαϊκοί μύθοι και τα δημοτικά τραγούδια αποτελούν τα πρώτα υλικά με τα οποία μεταπλάθει σε ενεργό ποιητικό βίωμα το πρωτογενές εικαστικό αποτύπωμα του φυσικού χώρου της Βορείου Ηπείρου, με τον τρόπο που ο Νάσος Βαγενάς χαρακτηρίζει ανάλογο του «μαγικού ρεαλισμού» στην πεζογραφία. Οι επιρροές της ελυτικής ποίησης είναι έντονες, κυρίως σε παλαιότερες ποιητικές απόπειρες του Κατσαλίδα -όταν αναζητούσε τη δική του γλωσσική νεωτερικότητα διευρύνοντας την πλαστικότητα της νεοελληνικής γλώσσας με το ιδίωμα του τόπου του- μεταστοιχειωμένες όμως πάντα στη μοναδική υφολογική του ιδιοτυπία.

Το δίστιχο

Στην τελευταία του ποιητική δουλειά ο Κατσαλίδας καθιερώνει μορφολογικά το δίστιχο σαν την καταλληλότερη ποιητική φόρμα -παλαιότερα είχε δοκιμάσει το τρίστιχο- για την ανάδειξη της ιδέας μιας «επιστροφής» προς την πατρώα γη. Μιας νοσταλγικής επιστροφής που τείνει να αποτελέσει το συλλογικό ιδεώδες της γενιάς των Βορειοηπειρωτών που σήμερα βρίσκονται στην ηλικία του ποιητή. Το δίστιχο και η δοκιμασία της μετρικής αλλά και των μοτίβων του δημοτικού τραγουδιού αποτελούν το ένδυμα με το οποίο περιβάλλει αυτή την επιστροφή: «Τον Κωνσταντίνο φέρνανε νεκρό από τα ξένα,/ τρία ανθάκια μείνανε κι αυτά μαραγκιασμένα./ Τρία βουνά τον σέρνανε στη ρημαγμένη ράχη, τρία ποτάμια μάργωναν, ριγούσανε οι βράχοι».

Και η πραγμάτωση αυτής της επιστροφής θα μπορούσε να περιγραφεί: «Και βελουδένια θα ντυθούν τα ονειρεμένα όρη/ και το φεγγάρι στα βουνά θα πλέει σαν βαπόρι/. Στης νερομάνας το λιγνό και ριγηλό λιθάρι,/ εκεί θα πάει να κοιμηθεί λιγάκι το φεγγάρι».

Μ’ αυτή του τη συλλογή, ο Νίκος Κατσαλίδας δίνει μια ολοκληρωμένη ποιητική αφήγηση σε μια συλλογικά διαμορφούμενη ιδέα, της γενιάς εκείνης των Βορειοηπειρωτών που συγκρουόμενοι με το αιχμηρό κοινωνικό νεοελληνικό γίγνεσθαι, έχοντας ίσως κορεσθεί από τη βουή της ελληνικής μεγαλούπολης, διεκδικούν τον γυρισμό, μέσα στη γλυκιά νοσταλγικότητα της ουτοπικής και συχνά ίσως οδυνηρής αυτοδιάψευσής τους.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_art ... 009_384985